pigeon
Columba guinea
ΔΦΑ : /ˈpɪdʒɪn/ (βρετανική)
ομόηχο: pidgin (γλώσσα πίτζιν)
      ενικός         πληθυντικός  
pigeon pigeons

Ουσιαστικό

επεξεργασία

pigeon (en)

  1. (πτηνό) το περιστέρι
      Pigeons were flying all around us.
    Ολόγυρά μας πετούσαν περιστέρια.
  2. (μεταφορικά) το κορόιδο, το θύμα ή ο στόχος μιας απάτης, όπου ο απατεώνας έχει αποκτήσει πριν την εμπιστοσύνη του θύματος