Αγγλικά (en)Επεξεργασία

 
pigeon
Columba guinea

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpɪdʒɪn/ (βρετανική)
ομόηχο: pidgin (γλώσσα πίτζιν)
      ενικός         πληθυντικός  
pigeon pigeons

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

pigeon (en)

  1. (πτηνό) το περιστέρι
  2. (μεταφορικά) το κορόιδο, το θύμα ή ο στόχος μιας απάτης, όπου ο απατεώνας έχει αποκτήσει πριν την εμπιστοσύνη του θύματος



Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

 

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
pigeon pigeons

pigeon (fr) αρσενικό

  1. (πτηνό) το περιστέρι
  2. (μεταφορικά) το κορόιδο
     συνώνυμα: dindon

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία