pigeon
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pigeon | pigeons |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
pigeon (en)
- (ορνιθολογία) το περιστέρι
- (μεταφορικά) το κορόιδο, το θύμα ή ο στόχος μιας απάτης, όπου ο απατεώνας έχει αποκτήσει πριν την εμπιστοσύνη του θύματος
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pigeon | pigeons |
pigeon (fr) αρσενικό
- (ορνιθολογία) το περιστέρι
- (μεταφορικά) το κορόιδο