Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpɪdʒɪn/ (βρετανική)
ομόηχο: pigeon (περιστέρι)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pidgin (en)



      ενικός         πληθυντικός  
pidgin pidgins

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pidgin (fr) αρσενικό