Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dindon dindons

dindon (fr) αρσενικό

  1. (πτηνό) ο γάλος
  2. αφελής άνθρωπος
     συνώνυμα: dupe, naïf, pigeon