dupe
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | dupe |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dupes |
αόριστος | duped |
παθητική μετοχή | duped |
ενεργητική μετοχή | duping |
Ρήμα επεξεργασία
dupe (en)
- ρίχνω, ξεγελάω ή εξαπατάω κάποιον
Πηγές επεξεργασία
- dupe - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: ρίχνω
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- dupe < duppe, αστεϊσμός βασιζόμενος στην παρεμφερή προφορά με το huppe, τσαλαπετεινός, που θεωρείται ανόητο πουλί
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
dupe | dupes |
dupe (fr) αρσενικό
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
dupe | dupes |
dupe (fr) αρσενικό ή θηλυκό