Ετυμολογία

επεξεργασία
huppe < λατινική upupa

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʔyp/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
huppe huppes

huppe (fr) θηλυκό

  1. το λοφίο
  2. (πτηνό) ο τσαλαπετεινός