upupa
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- upupa < (ηχομιμητική λέξη)
Ουσιαστικό επεξεργασία
upupa (la) θηλυκό
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | upupa | upupae |
γενική | upupae | upupārum |
δοτική | upupae | upupīs |
αιτιατική | upupam | upupās |
κλητική | upupa | upupae |
αφαιρετική | upupā | upupīs |
Πηγές επεξεργασία
- upupa - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.