λοφίο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λοφίο | τα | λοφία |
γενική | του | λοφίου | των | λοφίων |
αιτιατική | το | λοφίο | τα | λοφία |
κλητική | λοφίο | λοφία | ||
όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λοφίο < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
λοφίο ουδέτερο
- διακόσμηση κράνους, κόμης ή ανατομικό στοιχείο κεφαλής που συμβολίζει ισχύ και υπεροχή
- λειρί