Ετυμολογία

επεξεργασία
naïf < λατινική nativus

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία

naïf (fr) αρσενικό (θηλυκό: naïve) Α.

  1. (παρωχημένο ή λογοτεχνικό) που γεννήθηκε ή που κατάγεται από...
  2. (παρωχημένο) που απεικονίζει κάτι ακριβώς όπως είναι
    Peinture naïve. Αφελής, ναΐφ ζωγραφική.
     συνώνυμα: ressemblant, sincère
  3. (σύγχρονη χρήση) που είναι φυσικός, χωρίς τεχνάσματα
     συνώνυμα: naturel, spontané

Β. για πρόσωπα

  1. αφελής, αγαθιάρης
     συνώνυμα: candide, confiant, crédule, gobeur, ingénu, niais, simple
     συνώνυμα: (οικεία) gobe-mouche, gogo, innocent, jobard, nigaud, poire
     αντώνυμα: artificieux, astucieux, habile, méfiant, rusé

Συγγενικά

επεξεργασία