naïvement (fr)
- (παρωχημένο) εκ γενετής, από τη φύση του
- (παρωχημένο) φυσικά, χωρίς φτιασίδια, ειλικρινά
- ≈ συνώνυμα: brutalement, carrément, certainement, clairement, directement, évidemment, hardiment, nettement, ouvertement, résolument, rondement, simplement, vraiment
- ≠ αντώνυμα: faussement
- (σύγχρονη χρήση) αφελώς
- ≈ συνώνυμα: ingénument
- ≠ αντώνυμα: sournoisement