γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό nigaud nigauds
θηλυκό nigaude nigaudes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

nigaud (fr)

  1. αγαθιάρης, χαζός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
nigaud nigauds

nigaud (fr) αρσενικό

  1. (ζωολογία) μικρός, βαρύς και αδέξιος κορμοράνος