nigaud
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nigaud | nigauds |
θηλυκό | nigaude | nigaudes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαnigaud (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
nigaud | nigauds |
nigaud (fr) αρσενικό
- (ζωολογία) μικρός, βαρύς και αδέξιος κορμοράνος