Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
κορμοράνος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κορμοράνος οι κορμοράνοι
      γενική του κορμοράνου των κορμοράνων
    αιτιατική τον κορμοράνο τους κορμοράνους
     κλητική κορμοράνε κορμοράνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κορμοράνος < (άμεσο δάνειο) ιταλική cormorano < μεσαιωνική λατινική corvus marinus < λατινική corvus + marinus

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /koɾ.moˈɾa.nos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κορμοράνος αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία