confiant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | confiant | confiants |
θηλυκό | confiante | confiantes |
Επίθετο
επεξεργασίαconfiant (fr)
- που εμπιστεύεται κάποιον
- αισιόδοξος, σίγουρος
- εύπιστος, ευκολόπιστος
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | confiant | confiants |
θηλυκό | confiante | confiantes |
confiant (fr)