Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευκολόπιστος η ευκολόπιστη το ευκολόπιστο
      γενική του ευκολόπιστου της ευκολόπιστης του ευκολόπιστου
    αιτιατική τον ευκολόπιστο την ευκολόπιστη το ευκολόπιστο
     κλητική ευκολόπιστε ευκολόπιστη ευκολόπιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευκολόπιστοι οι ευκολόπιστες τα ευκολόπιστα
      γενική των ευκολόπιστων των ευκολόπιστων των ευκολόπιστων
    αιτιατική τους ευκολόπιστους τις ευκολόπιστες τα ευκολόπιστα
     κλητική ευκολόπιστοι ευκολόπιστες ευκολόπιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευκολόπιστος < εύκολα + πιστ-εύω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

ευκολόπιστος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία