ευκολόπιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
ευκολόπιστος, -η, -ο
- που εύκολα πιστεύει αυτό που του λένε και κατά συνέπεια μπορείς εύκολα να τον εξαπατήσεις
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ευκολόπιστος
→ δείτε τη λέξη εύπιστος |