assuré
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | assuré | assurés |
θηλυκό | assurée | assurées |
Επίθετο επεξεργασία
assuré (fr)
- εξασφαλισμένος
- il a ses arrières assurés - έχει τα νώτα του εξασφαλισμένα
- σίγουρος
- il avait un air assuré - φαινόταν σίγουρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
assuré (fr) αρσενικό