γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό assuré assurés
θηλυκό assurée assurées

  Επίθετο

επεξεργασία

assuré (fr)

  1. εξασφαλισμένος
    il a ses arrières assurés - έχει τα νώτα του εξασφαλισμένα
  2. σίγουρος
    il avait un air assuré - φαινόταν σίγουρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

assuré (fr) αρσενικό