astucieux
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | astucieux | astucieux |
θηλυκό | astucieuse | astucieuses |
Επίθετο
επεξεργασίαastucieux (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | astucieux | astucieux |
θηλυκό | astucieuse | astucieuses |
astucieux (fr)