δαιμόνιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δαιμόνιος < (ελληνιστική κοινή)
Επίθετο
επεξεργασία
δαιμόνιος -α -ο
- πανέξυπνος και αποτελεσματικός
- ※ Περπατημένος, γκόμενος, διανοούμενος, χαρισματικός, δαιμόνιος, ζωηρός, εξωστρεφής, αλητάμπουρας τότε, «μεταμοντέρνος κύριος» τώρα, με τρόπους καλής κοινωνίας, μελετημένους ενδελεχώς (Αλέξης Σταμάτης, Κυριακή, εκδ. Καστανιώτη, 2011)
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δαιμόνιος