↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δαιμονικός η δαιμονική το δαιμονικό
      γενική του δαιμονικού της δαιμονικής του δαιμονικού
    αιτιατική τον δαιμονικό τη δαιμονική το δαιμονικό
     κλητική δαιμονικέ δαιμονική δαιμονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δαιμονικοί οι δαιμονικές τα δαιμονικά
      γενική των δαιμονικών των δαιμονικών των δαιμονικών
    αιτιατική τους δαιμονικούς τις δαιμονικές τα δαιμονικά
     κλητική δαιμονικοί δαιμονικές δαιμονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δαιμονικός < (ελληνιστική κοινή)

  Επίθετο

επεξεργασία

δαιμονικός, -ή, -ό

  1. που αναφέρεται ή ανήκει στους δαίμονες ή κατέχεται από αυτούς
    δαιμονικά όντα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία