Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
habile
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Προφορά
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Επίθετο
επεξεργασία
habile
(fr)
(
παρωχημένο
)
ικανός
,
κατάλληλος
(
νομικός όρος
) που πληροί τις προϋποθέσεις για την άσκηση ενός δικαιώματος
επιτήδειος
,
επιδέξιος
≈
συνώνυμα
:
capable
,
émérite
,
expert
έξυπνος
,
πονηρός
≈
συνώνυμα
:
fort
,
futé
,
malin
,
roublard
,
rusé
Αντώνυμα
επεξεργασία
gauche
inhabile
maladroit
malhabile
sot
Συγγενικά
επεξεργασία
habilement
habileté
habilitation
habilité
habiliter