Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό habilité habilités
θηλυκό habilitée habilitées

habilité (fr)

  1. (παρωχημένο) ικανότητα για κάτι
  2. (νομικός όρος) άδεια επάρκειας
    Je suis habilité en anglais. Έχω πάρει την άδεια επάρκειας για τη διδασκαλία των αγγλικών.

Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  habile