roublard
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | roublard | roublards |
θηλυκό | roublarde | roublardes |
roublard (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | roublard | roublards |
θηλυκό | roublarde | roublardes |
roublard (fr)
- κάποιος που είναι κακοπροαίρετος