Ετυμολογία

επεξεργασία
malhabile < mal + habile

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ma.la.bil/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
malhabile malhabiles

malhabile (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία