capable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | capable |
συγκριτικός | more capable |
υπερθετικός | most capable |
Επίθετο
επεξεργασίαcapable (en)
- ικανός
- ⮡ Computers are capable of storing a huge amount of information.
- Οι υπολογιστές είναι ικανοί να αποθηκεύουν έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών.
- ⮡ Computers are capable of storing a huge amount of information.
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαcapable (fr)