Ετυμολογία

επεξεργασία
pigeonnier < pigeon

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pigeonnier pigeonniers

pigeonnier (fr) αρσενικό

  1. ο περιστεριώνας
  2. (μεταφορικά) το μικρό διαμέρισμα που βρίσκεται σε ψηλό όροφο, συνήθως κάτω από τη στέγη

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη pigeon