ευσέβεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ευσέβεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐσέβεια
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /efˈse.vi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐σέ‐βει‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ευσέβεια θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ευσεβής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ευσέβεια
|