↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεοσέβεια οι θεοσέβειες
      γενική της θεοσέβειας των θεοσεβειών
    αιτιατική τη θεοσέβεια τις θεοσέβειες
     κλητική θεοσέβεια θεοσέβειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θεοσέβεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θεοσέβεια < θεοσεβής < (θεός) θεο- + σέβας

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /θe.oˈse.vi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θε‐ο‐σέ‐βει‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θεοσέβεια θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις θεός και σέβας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θεοσέβει αἱ θεοσέβειαι
      γενική τῆς θεοσεβείᾱς τῶν θεοσεβειῶν
      δοτική τῇ θεοσεβεί ταῖς θεοσεβείαις
    αιτιατική τὴν θεοσέβειᾰν τὰς θεοσεβείᾱς
     κλητική ! θεοσέβει θεοσέβειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θεοσεβεί
γεν-δοτ τοῖν  θεοσεβείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θεοσέβεια < θεοσεβ(ής) + -εια < (θεός) θεο- + σέβ(ας) + -ής[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θεοσέβεια θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «θεοσεβής» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.