Ετυμολογία

επεξεργασία
θεοσεβής < αρχαία ελληνική θεοσεβής

θεοσεβής, -ής, -ές

  1. που δείχνει σεβασμό προς το θεό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
θεοσεβής < θεός + σέβω

θεοσεβής, -ής, -ές

  1. αυτός που σέβεται τον θεό ή τους θεούς
  2. ο ευσεβής, ο θρήσκος

Μεταφράσεις

επεξεργασία