Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θεοσεβούμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
θεοσεβούμεν
ος
η
θεοσεβούμεν
η
το
θεοσεβούμεν
ο
γενική
του
θεοσεβούμεν
ου
της
θεοσεβούμεν
ης
του
θεοσεβούμεν
ου
αιτιατική
τον
θεοσεβούμεν
ο
τη
θεοσεβούμεν
η
το
θεοσεβούμεν
ο
κλητική
θεοσεβούμεν
ε
θεοσεβούμεν
η
θεοσεβούμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
θεοσεβούμεν
οι
οι
θεοσεβούμεν
ες
τα
θεοσεβούμεν
α
γενική
των
θεοσεβούμεν
ων
των
θεοσεβούμεν
ων
των
θεοσεβούμεν
ων
αιτιατική
τους
θεοσεβούμεν
ους
τις
θεοσεβούμεν
ες
τα
θεοσεβούμεν
α
κλητική
θεοσεβούμεν
οι
θεοσεβούμεν
ες
θεοσεβούμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
θεοσεβούμενος
<
θεο-
+
σεβούμενος
Μετοχή
επεξεργασία
θεοσεβούμενος, -η, -ο
αυτός που
σέβεται
τα
θεία
Συνώνυμα
επεξεργασία
θεοβλαβούμενος
θεοφοβούμενος
θεοσεβής
ευσεβής
θρήσκος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θεοσεβούμενος
→
δείτε
τη λέξη
θεοφοβούμενος