θεοφοβούμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θεοφοβούμενος < θεο- + φοβούμενος
Μετοχή επεξεργασία
θεοφοβούμενος, -η, -ο
- που φοβάται / ευλαβείται το Θεό
- Μόλις είδε το σημάδι η θεοφοβούμενη γυναίκα σταυροκοπήθηκε.
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
θεοφοβούμενος