θεοβλαβούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θεοβλαβούμενος < θεο- + ευλαβούμενος
Μετοχή
επεξεργασίαθεοβλαβούμενος
- (λαϊκότροπο) που ευλαβείται τον θεό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θεοβλαβούμενος
|
Δείτε επίσης : θεοβλαβής |
θεοβλαβούμενος
|