→ δείτε τη λέξη θεοβλαβούμενος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεοβλαβής η θεοβλαβής το θεοβλαβές
      γενική του θεοβλαβούς* της θεοβλαβούς του θεοβλαβούς
    αιτιατική τον θεοβλαβή τη θεοβλαβή το θεοβλαβές
     κλητική θεοβλαβή(ς) θεοβλαβής θεοβλαβές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεοβλαβείς οι θεοβλαβείς τα θεοβλαβή
      γενική των θεοβλαβών των θεοβλαβών των θεοβλαβών
    αιτιατική τους θεοβλαβείς τις θεοβλαβείς τα θεοβλαβή
     κλητική θεοβλαβείς θεοβλαβείς θεοβλαβή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεοβλαβής < αρχαία ελληνική θεοβλαβής < θεός + βλάπτω

  Επίθετο επεξεργασία

θεοβλαβής, -ής, -ές

  1. που έχει χάσει το λογικό του από θεό ή θεούς
  2. ο θεόμουρλος

Συγγενικά επεξεργασία