αθεόφοβος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααθεόφοβος, -η, -ο
- χαρακτηρισμός για κάποιον που ξεπερνάει τα αποδεκτά όρια· μπορεί να εκφράζει είτε αποδοκιμασία είτε θαυμασμό
- βρε αθεόφοβε, τι ήταν πάλι αυτό που έκανες;
Μεταφράσεις
επεξεργασία αθεόφοβος
|