ευσεβής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ευσεβής < αρχαία ελληνική εὐσεβής
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛf.sɛ.ˈvis/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ευσεβής, -ής, -ές (παραθετικά: ευσεβέστερος, -η, -ο, ευσεβέστατος, -η, -ο)
- αυτός που τρέφει σεβασμός και αφοσίωση στο θεό και το εκδηλώνει με την τήρηση των εντολών του
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- ευσεβής πόθος: η επιθυμία για κάτι καλό που είναι απίθανο να πραγματοποιηθεί
Επεξεργασία
- ευσέβαστος
- ευσεβάστως
- ευσέβεια
- Ευσεβία, Ευσεβεία
- Ευσέβιος
- ευσεβισμός & Ευσεβισμός, ευσεβιστής, ευσεβιστικός, ευσεβιστικά
- ευσεβώς
- και → δείτε τις λέξεις ασεβής, θεοσεβής και σεβασμός