Δείτε επίσης: εὐσεβής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευσεβής η ευσεβής το ευσεβές
      γενική του ευσεβούς* της ευσεβούς του ευσεβούς
    αιτιατική τον ευσεβή την ευσεβή το ευσεβές
     κλητική ευσεβή(ς) ευσεβής ευσεβές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευσεβείς οι ευσεβείς τα ευσεβή
      γενική των ευσεβών των ευσεβών των ευσεβών
    αιτιατική τους ευσεβείς τις ευσεβείς τα ευσεβή
     κλητική ευσεβείς ευσεβείς ευσεβή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευσεβής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐσεβής [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ef.seˈvis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐σε‐βής

  Επίθετο επεξεργασία

ευσεβής, -ής, -ές, συγκριτικός: ευσεβέστερος, υπερθετικός:  ευσεβέστατος

  • αυτός που τρέφει σεβασμό προς τα θεία, που ακολουθεί τις ηθικές επιταγές της θρησκείας του, που εκπληρώνει τα θρησκευτικά καθήκοντά του

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • ευσεβής πόθος: η επιθυμία για κάτι καλό που είναι απίθανο να πραγματοποιηθεί

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ασεβής, θεοσεβής και σεβασμός

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία