ευσεβώς
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ευσεβώς < αρχαία ελληνική εὐσεβέως, εὐσεβῶς < εὐσεβής
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
ευσεβώς (παραθετικά: ευσεβέστερα, ευσεβέστατα)
- με σεβασμό
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ευσεβής