ασεβώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασεβώς < (ελληνιστική κοινή) ἀσεβῶς < αρχαία ελληνική ἀσεβής
Προφορά επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
ασεβώς (παραθετικά: ασεβέστερα, ασεβέστατα)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασεβώς