Δείτε επίσης: ἀσέβεια
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασέβεια οι ασέβειες
      γενική της ασέβειας των ασεβειών
    αιτιατική την ασέβεια τις ασέβειες
     κλητική ασέβεια ασέβειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασέβεια < αρχαία ελληνική ἀσέβεια

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈse.vi.a/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ασέβεια θηλυκό

  1. η ιδιότητα του ασεβούς, έλλειψη σεβασμού
    τιμωρήθηκε για ασέβεια προς το δικαστήριο
     συνώνυμα: περιφρόνηση
     αντώνυμα: σεβασμός
    1. (ειδικότερα) έλλειψη σεβασμού προς τα θεία
       αντώνυμα: ευσέβεια, θεοσέβεια
  2. λόγος ή πράξη που δείχνει έλλειψη σεβασμού
    αυτό που έκανες ήταν μεγάλη ασέβεια, φέρθηκες προσβλητικά
     συνώνυμα: προσβολή, απρέπεια, γαϊδουριά, χοντράδα

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • δείτε τους ορισμούς

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία