ασέβεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ασέβεια | οι | ασέβειες |
γενική | της | ασέβειας | των | ασεβειών |
αιτιατική | την | ασέβεια | τις | ασέβειες |
κλητική | ασέβεια | ασέβειες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ασέβεια < αρχαία ελληνική ἀσέβεια
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαασέβεια θηλυκό
- η ιδιότητα του ασεβούς, έλλειψη σεβασμού
- τιμωρήθηκε για ασέβεια προς το δικαστήριο
- ≈ συνώνυμα: περιφρόνηση
- ≠ αντώνυμα: σεβασμός
- (ειδικότερα) έλλειψη σεβασμού προς τα θεία
- λόγος ή πράξη που δείχνει έλλειψη σεβασμού
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- δείτε τους ορισμούς
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ασέβεια