Δείτε επίσης: ἀσεβῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασεβώ < αρχαία ελληνική ἀσεβέω / ἀσεβῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.seˈvo/

  Ρήμα επεξεργασία

ασεβώ, πρτ.: ασεβούσα, στ.μέλλ.: θα ασεβήσω, αόρ.: ασέβησα, παθ.φωνή: -, μτχ.π.π.: -

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία