ασεβώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασεβώ < αρχαία ελληνική ἀσεβέω / ἀσεβῶ
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ασεβώ, πρτ.: ασεβούσα, στ.μέλλ.: θα ασεβήσω, αόρ.: ασέβησα, παθ.φωνή: -, μτχ.π.π.: -
- δείχνω ασέβεια, περιφρόνηση στα θεία ή σε καθετί σεβαστό
- όταν μιλάς έτσι, ασεβείς προς τους γονείς σου
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασεβώ