εὐσεβής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | εὐσεβής | τὸ | εὐσεβές | ||
γενική | τοῦ/τῆς | εὐσεβοῦς | τοῦ | εὐσεβοῦς | ||
δοτική | τῷ/τῇ | εὐσεβεῖ | τῷ | εὐσεβεῖ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | εὐσεβῆ | τὸ | εὐσεβές | ||
κλητική ὦ! | εὐσεβές | εὐσεβές | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | εὐσεβεῖς | τὰ | εὐσεβῆ | ||
γενική | τῶν | εὐσεβῶν | τῶν | εὐσεβῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | εὐσεβέσῐ(ν) | τοῖς | εὐσεβέσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | εὐσεβεῖς | τὰ | εὐσεβῆ | ||
κλητική ὦ! | εὐσεβεῖς | εὐσεβῆ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐσεβεῖ | τὼ | εὐσεβεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εὐσεβοῖν | τοῖν | εὐσεβοῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαεὐσεβής, -ής, -ές
- ευλαβής, θρήσκος, θεοσεβής
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 610
- σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρ,
- φρόνιμος άντρας, δίκαιος, ευσεβής κι αντρείος,
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρ,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 610
- (για πράξεις, πράγματα) άγιος, καθαγιασμένος, ιερός, θρησκευτικός
Συγγενικά
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- εὐσεβής - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- εὐσεβής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὐσεβής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.