Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καθαγιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καθαγιασμέν
ος
η
καθαγιασμέν
η
το
καθαγιασμέν
ο
γενική
του
καθαγιασμέν
ου
της
καθαγιασμέν
ης
του
καθαγιασμέν
ου
αιτιατική
τον
καθαγιασμέν
ο
την
καθαγιασμέν
η
το
καθαγιασμέν
ο
κλητική
καθαγιασμέν
ε
καθαγιασμέν
η
καθαγιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καθαγιασμέν
οι
οι
καθαγιασμέν
ες
τα
καθαγιασμέν
α
γενική
των
καθαγιασμέν
ων
των
καθαγιασμέν
ων
των
καθαγιασμέν
ων
αιτιατική
τους
καθαγιασμέν
ους
τις
καθαγιασμέν
ες
τα
καθαγιασμέν
α
κλητική
καθαγιασμέν
οι
καθαγιασμέν
ες
καθαγιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
καθαγιασμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
καθαγιάζω
Μετοχή
επεξεργασία
καθαγιασμένος, -η, -ο
που τον έχουν
καθαγιάσει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καθαγιασμένος
αγγλικά
:
consecrated
(en)
,
sanctified
(en)
,
hallowed
(en)
,
sacred
(en)
,
made holy
(en)
,
made sacred
(en)
,
blessed
(en)
,
set apart
(en)
,
dedicated to God
(en)
,
anointed
(en)
·
ordained
(en)
,
canonized
(en)
,
beatified
(en)