↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ευσεβισμός οι ευσεβισμοί
      γενική του ευσεβισμού των ευσεβισμών
    αιτιατική τον ευσεβισμό τους ευσεβισμούς
     κλητική ευσεβισμέ ευσεβισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία el

επεξεργασία
ευσεβισμός < ευσεβής + -ισμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ευσεβισμός αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία