ευσεβισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία el
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαευσεβισμός αρσενικό
- (θρησκεία) λουθηρανικό κίνημα συγγενικό με τον πουριτανισμό μα διαφέρει στον ρόλο που θέτει για την θρησκεία στη διακυβέρνηση, διαποτισμός της καθημερινότητας με θρησκευτικό πνεύμα και συναίσθημα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ευσεβισμός
|