dévot
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dévot | dévots |
θηλυκό | dévote | dévotes |
dévot (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dévot | dévots |
θηλυκό | dévote | dévotes |
dévot (fr) αρσενικό
- o θρησκόληπτος, o ευλαβής