Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
impiété impiétés

impiété (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (παρωχημένο ή λόγιο) η ιδιότητα ενός άθρησκου ή ασεβούς ανθρώπου· η περιφρόνηση της θρησκείας
  2. ασεβής λόγος ή πράξη
     συνώνυμα: blasphème, sacrilège

Συγγενικά

επεξεργασία