impiété
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- impiété < (άμεσο δάνειο) λατινική impietas
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
impiété | impiétés |
impiété (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (παρωχημένο ή λόγιο) η ιδιότητα ενός άθρησκου ή ασεβούς ανθρώπου· η περιφρόνηση της θρησκείας
- ασεβής λόγος ή πράξη