↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άθρησκος η άθρησκη το άθρησκο
      γενική του άθρησκου της άθρησκης του άθρησκου
    αιτιατική τον άθρησκο την άθρησκη το άθρησκο
     κλητική άθρησκε άθρησκη άθρησκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άθρησκοι οι άθρησκες τα άθρησκα
      γενική των άθρησκων των άθρησκων των άθρησκων
    αιτιατική τους άθρησκους τις άθρησκες τα άθρησκα
     κλητική άθρησκοι άθρησκες άθρησκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άθρησκος < α- στερητικό + θρησκεία

  Επίθετο

επεξεργασία

άθρησκος, -η, -ο

  • που δεν ακολουθεί κάποια θρησκεία
    Ήταν με μια παρέα φίλων του και η συζήτηση είχε ανάψει γύρω από μεταφυσικά θέματα μετενσάρκωσης, ανατολικών φιλοσοφιών, θρησκειών και τέτοια, πράγματα που εκείνος, άθρησκος και φανατικά υλιστής, κορόιδευε από πάντα. (Νίκος Πιλάβιος, Ιστορίες της καρδιάς, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2011 [1])

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία