incroyant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | incroyant | incroyants |
θηλυκό | incroyante | incroyantes |
Επίθετο
επεξεργασίαincroyant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | incroyant | incroyants |
θηλυκό | incroyante | incroyantes |
incroyant (fr)