↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ασέβημα τα ασεβήματα
      γενική του ασεβήματος των ασεβημάτων
    αιτιατική το ασέβημα τα ασεβήματα
     κλητική ασέβημα ασεβήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασέβημα < ασεβ(ώ) + -ημα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ασέβημα ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία