Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθαγνίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καθαγνίζω < καθ- + ἁγνίζω

  Ρήμα επεξεργασία

καθαγνίζω, αόρ.: καθάγνια, παθ.φωνή: καθαγνίζομαι, π.αόρ.: καθαγνίσθηκα, μτχ.π.π.: καθαγνισμένος [1]

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

Παθητική φωνή → λείπει η κλίση

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθαγνίζω < καθ- + ἁγνίζω

  Ρήμα επεξεργασία

καθαγνίζω

  1. εξαγνίζω, κάνω κάτι αγνό
  2. προσφέρω θυσία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία