καθαγνίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καθαγνίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καθαγνίζω < καθ- + ἁγνίζω
Ρήμα
επεξεργασίακαθαγνίζω, αόρ.: καθάγνια, παθ.φωνή: καθαγνίζομαι, π.αόρ.: καθαγνίσθηκα, μτχ.π.π.: καθαγνισμένος [1]
Συγγενικά
επεξεργασία- καθαγνισμός
- → δείτε τις λέξεις κατά και αγνός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καθαγνίζω | καθάγνιζα | θα καθαγνίζω | να καθαγνίζω | καθαγνίζοντας | |
β' ενικ. | καθαγνίζεις | καθάγνιζες | θα καθαγνίζεις | να καθαγνίζεις | καθάγνιζε | |
γ' ενικ. | καθαγνίζει | καθάγνιζε | θα καθαγνίζει | να καθαγνίζει | ||
α' πληθ. | καθαγνίζουμε | καθαγνίζαμε | θα καθαγνίζουμε | να καθαγνίζουμε | ||
β' πληθ. | καθαγνίζετε | καθαγνίζατε | θα καθαγνίζετε | να καθαγνίζετε | καθαγνίζετε | |
γ' πληθ. | καθαγνίζουν(ε) | καθάγνιζαν καθαγνίζαν(ε) |
θα καθαγνίζουν(ε) | να καθαγνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καθάγνισα | θα καθαγνίσω | να καθαγνίσω | καθαγνίσει | ||
β' ενικ. | καθάγνισες | θα καθαγνίσεις | να καθαγνίσεις | καθάγνισε | ||
γ' ενικ. | καθάγνισε | θα καθαγνίσει | να καθαγνίσει | |||
α' πληθ. | καθαγνίσαμε | θα καθαγνίσουμε | να καθαγνίσουμε | |||
β' πληθ. | καθαγνίσατε | θα καθαγνίσετε | να καθαγνίσετε | καθαγνίστε | ||
γ' πληθ. | καθάγνισαν καθαγνίσαν(ε) |
θα καθαγνίσουν(ε) | να καθαγνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καθαγνίσει | είχα καθαγνίσει | θα έχω καθαγνίσει | να έχω καθαγνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις καθαγνίσει | είχες καθαγνίσει | θα έχεις καθαγνίσει | να έχεις καθαγνίσει | ||
γ' ενικ. | έχει καθαγνίσει | είχε καθαγνίσει | θα έχει καθαγνίσει | να έχει καθαγνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καθαγνίσει | είχαμε καθαγνίσει | θα έχουμε καθαγνίσει | να έχουμε καθαγνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε καθαγνίσει | είχατε καθαγνίσει | θα έχετε καθαγνίσει | να έχετε καθαγνίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καθαγνίσει | είχαν καθαγνίσει | θα έχουν καθαγνίσει | να έχουν καθαγνίσει |
|
Παθητική φωνή → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
επεξεργασία καθαγνίζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακαθαγνίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἁγνός
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- καθαγνίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καθαγνίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.