καθαγνισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καθαγνισμός < καθαγνίζω + -μός < αρχαία ελληνική καθαγνίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαθαγνισμός αρσενικό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καθαγνίζω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καθαγνισμός
|