αἱμόστασις
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αἱμόστασις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική (αἷμα) αἱμό- + στάσις (ἵστημι)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αἱμόστασις θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή)
- (ιατρική) κάτι που σταματάει την αιμορραγία
- (βοτανική) φυτό που χρησιμοποιείται ως στυπτικό
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «αἱμόστασις» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.