πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιμόσταση οι αιμοστάσεις
      γενική της αιμόστασης* των αιμοστάσεων
    αιτιατική την αιμόσταση τις αιμοστάσεις
     κλητική αιμόσταση αιμοστάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αιμοστάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αιμόσταση θηλυκό

  1. (ιατρική) η διακοπή της αιμορραγίας
      σπάνιο εύρημα θεωρείται η χάλκινη αιμοστατική λαβίδα με αυτόματο κλείσιμο και τα χάλκινα αιμοστατικά καυτήρια για την αιμόσταση με καυτηριασμό των επιφανειακών τραυμάτων ή για βαθιά τραύματα. (από το άρθρο "O θαυμαστός κόσμος της αρχαίας Iατρικής", εφημερίδα Καθημερινή, 14 Ιουλίου 2002)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία