Δείτε επίσης: αἱμο-, αιματο-

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αιμο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἱμο- < θέμα αἱμ- (αἷμα) + -ο-
για ιατρικούς όρους λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία haem(o)-[1]

  Πρόθημα

επεξεργασία

αιμο-, αιμό- & αιμ- πριν από φωνήεν

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία