• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

αιμοδοσία

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιμοδοσία οι αιμοδοσίες
      γενική της αιμοδοσίας των αιμοδοσιών
    αιτιατική την αιμοδοσία τις αιμοδοσίες
     κλητική αιμοδοσία αιμοδοσίες
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αιμοδοσία < (μεταφραστικό δάνειο) blood donation

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ɛ.mɔ.ðɔ.ˈsi.a/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αιμοδοσία θηλυκό

  • το να προσφέρει κάποιος το αίμα του για την εξυπηρέτηση των νοσοκομειακών αναγκών (π.χ. μετάγγιση, αιμοκάθαρση, τράπεζα αίματος, εγχείρηση κ.λπ.)

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • αιμοδότης

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αιμοδοσία
  • αγγλικά : blood donation (en)
  • γαλλικά : don de sang (fr), don du sang (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αιμοδοσία&oldid=4855745"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Σεπτεμβρίου 2020, στις 07:48

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Σεπτεμβρίου 2020, στις 07:48.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie