• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αιμοδοσία

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιμοδοσία οι αιμοδοσίες
      γενική της αιμοδοσίας των αιμοδοσιών
    αιτιατική την αιμοδοσία τις αιμοδοσίες
     κλητική αιμοδοσία αιμοδοσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αιμοδοσία < (μεταφραστικό δάνειο) blood donation

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.mo.ðoˈsi.a/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αιμοδοσία θηλυκό

  • το να προσφέρει κάποιος το αίμα του για την εξυπηρέτηση των νοσοκομειακών αναγκών (π.χ. μετάγγιση, αιμοκάθαρση, τράπεζα αίματος, εγχείρηση κ.λπ.)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • αιμοδότης

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αιμοδοσία
  • αγγλικά : blood donation (en)
  • γαλλικά : don de sang (fr), don du sang (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αιμοδοσία&oldid=5596602"
Τελευταία επεξεργασία στις 17 Σεπτεμβρίου 2022, στις 20:48

Γλώσσες

    • English
    • Esperanto
    • Русский
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 17 Σεπτεμβρίου 2022, στις 20:48.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας